- τσίφ
- торг, сиф
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσιφ — άκλ. (λ. αγγλ.), διεθνής εμπορικός όρος που σημαίνει ότι στην τιμή του εμπορεύματος περιλαμβάνονται η αξία, η μεταφορά και τα ασφάλιστρά του: Η τιμή του μηχανήματος είναι τόση τσιφ Θεσσαλονίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιφ — και σιφ, το, Ν άκλ. όρος τού διεθνούς εμπορίου ο οποίος δηλώνει ότι στην τιμή τών εμπορευμάτων που πωλήθηκαν και μεταφέρονται με πλοίο περιλαμβάνεται η αξία τους, η ασφάλεια και ο ναύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. cif < C.I.F., αρκτικόλεξο από τις λ … Dictionary of Greek
αγοραπωλησία — Η πράξη της αγοράς και της πώλησης. Υπάρχουν πολλών ειδών α., αλλά οι πιο αντιπροσωπευτικές του όρου είναι εκείνες που γίνονται στα χρηματιστήρια. Οι κυριότερες είναι: η α. με προθεσμία, η α. επί δώρω, η α. τοις μετρητοίς και η α. σταθερά. Η… … Dictionary of Greek
σιφ — το, Ν άκλ. βλ. τσιφ … Dictionary of Greek